- πνεύση
- η / πνεύσις, -εως, ΝΜΑ [πνέω]φύσημα, πνοήαρχ.η αναπνοή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνεύσῃ — πνέω blow aor subj mid 2nd sg πνέω blow aor subj act 3rd sg πνέω blow fut ind mid 2nd sg πνεύσηι , πνεῦσις blowing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπνευσις — ἐπίπνευσις, ή [επιπνέω] 1. πνεύση, πνοή, φύσημα 2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή 3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῑ», Στράβ.) … Dictionary of Greek
Σιένκιεβιτς, Χένρυκ — (Sienkiewicz). Πολωνός συγγραφέας (Βόλα Οκρτσεισκα, Μασοβία 1846 Βεβέ, Ελβετία 1916). Από οικογένεια που συγγένευε με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, συνδεμένη με τις παλιές παραδόσεις της χώρας, και φανατικά συντηρητική, σπούδασε στη Βαρσοβία … Dictionary of Greek